- πηγεμός
- ομετάβαση: Πηγεμό κι ερχομό πληρώσαμε πενήντα ευρώ.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
πηγεμός — ο, Ν βλ. πηγαιμός … Dictionary of Greek
πάγεμα — το [παγαίνω] ο πηγεμός, η μετάβαση σε έναν τόπο … Dictionary of Greek
πάει — το (ποιητ. τ.) ο πηγεμός («στο πάει και στο έλα»). [ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τύπος τού γ προσ. τού ρ. πάω αντί τής προστ. πήγαινε για μετρ. λόγους (πρβλ. το πηγαινέλα < πήγαινε + έλα)] … Dictionary of Greek
παγεμός — ο βλ. πηγεμός … Dictionary of Greek
πηγαιμός — και πηγεμός και παγεμός και παημός και παεμός, ο, Ν [πηγαίνω / παγαίνω] το να πηγαίνει κανείς κάπου, η μετάβαση … Dictionary of Greek
γυρισμός — ο η επιστροφή, η επάνοδος (αντίθ. πηγεμός): Ο γυρισμός του έφερε αναστάτωση στην οικογένεια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)